ἀλγεινά

ἀλγεινά
ἀλγεινός
painful
neut nom/voc/acc pl
ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός
painful
fem nom/voc/acc dual
ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός
painful
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τἀλγεινά — ἀλγεινά , ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγείν' — ἀλγεινά , ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀλγεινέ , ἀλγεινός painful masc voc sg ἀλγειναί , ἀλγεινός painful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεινάς — ἀλγεινά̱ς , ἀλγεινός painful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • болѣзньныи — (38) пр. 1.Больной, болезненный: к... соудии поидемъ нази... пристрашьни. болѣзньни дрѩхли. на землю лицемь зьрѩще СбТр XII/XIII, 19; и си˫а такова˫а д҃шевна. въ плотьскыхъ же ключаетьсѩ ему. приключаи болѣзньни. пребывающа (ὀδυνηραί) ПНЧ XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επαλγής — ἐπαλγής> ές (Α) οδυνηρός, αλγεινός («εἰσὶ δὲ κνησμώδεις καὶ ἐπαλγεῑς [ἅλες]», Στράβ.). επίρρ... ἐπαλγῶς αλγεινά, οδυνηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλγής (< άλγος «πόνος»)] …   Dictionary of Greek

  • συναναλαμβάνω — ΜΑ 1. ενσωματώνω 2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι (για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο αρχ. 1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.) 2. (για φαρμ. ουσίες)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”